Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τα σάλια

  • 1 μύξα

    η сопля;

    τρέχουν οι μύξες του — у него текут сопли;

    βγάζω τη μύξα μου — высморкаться;

    § σάλια μύξες — чушь, ересь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μύξα

  • 2 τρέχω

    (αόρ. έτρεξα и εδραμον) 1. αμετ.
    1) бежать; бегать; 2) нестись, мчаться (о машине); 3) бежать, спешить (о часах); 4) течь, литься;

    τρέχει αίμα — а) идёт кровь; — б) перен. льётся кровь;

    η μύτη του τρέχει αίμα — у него из носа идёт кровь;

    τρέχει η μύτη του — у него течёт из носу;

    τα σάλια τρέχουν — слюна течёт;

    τρέχω ουν τα μάτια του βροχή — у него слёзы текут ручьём;

    5) сыпаться (о зерне);
    6) течь, протекать (о сосуде и т. п.); быть дырявым (о мешке, ящике и т. п.);

    τρέχει κι' ακόμα τρέχει — летит сломя голову; — бежит, только пятки сверкают;

    τρέχει και δε φθάνει — как он ни бьётся, всё напрасно;

    τρέχει όπου τρέχουν τα νερά — он плывёт по течению;

    κάτι τρέχει — здесь что-то происходит;

    κάτι τρέχει στα γύφτικα! — а) много шума из ничего; — б) пустяки!;

    τρέχα γύρευε — а) ещё чего!; — б) поди найди;

    2. μετ. гнать, погонять;

    § τί τρέχει; — что здесь происходит?, в чём дело?;

    όποιος τρέχει σκοντάφτει — погов, поспешишь — людей насмешишь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρέχω

  • 3 τρώει

    τό νταούλι (или τό χταπόδι) он получил по первое число;
    έφαγε την παπάρα (или την χυλόπιττα) он остался с носом, ушёл не солоно хлебавши (при сватовстве); τρώει σά λύκος он ненасытен как волк; φάγαμε το βόϊδι και απόμεινε η ουρά του дело близится к концу; τρων τα σάλια τους их водой не разольёшь; δεν τρώει αχερα его на мякине не проведёшь; έφαγε το ψωμί του он изжил себя, устарел; έφαγα το ψωμί του я ел его хлеб; τό τρώω και με τρώει кусок в горло не идёт; η μάννα τρώει και τού παιδιού δε δίνει пальчики оближешь; τρώω έναν περίδρομο наедаться до отвала;

    τρώει τον κόσμο — обыскать весь свет;

    τον τρώει η γλώσσα του у него язык чешется;
    έφαγα τα συκώτια μου я приложил все усилия, я сделал всё возможное; φάτε, μάτια, ψάρια και κοιλιά περ||δρομο погов, око видит, да зуб неймёт; οι γονιοί τρων τα δαμάσκηνα και τα παιδιά μουδιάζουν посл, за ошибки родителей приходится расплачиваться детям; άς τρώει η γριά κι' ας μουρμουρίζει ο γέρος погов, не до дружка — до своего брюшка; όποιος έχει γρόθο τρώει καρύδια посл, сильный сколько сможет, столько и сгложет;

    τρώειομαι

    1) — быть съедобным;

    2) быть сносным, терпимым;

    δεν τρώειεται — это нестерпимо;

    3) упорно добиваться, домогаться, стараться изо всех сил;
    φαγώθηκε να 'ρθειμαζί μου он очень хотел прийти со мной;

    μιά ώρα με τρώειεταινάτοβ δώσω δανεικά — он целый час клянчил у меня взаймы;

    4) ссориться, конфликтовать; грызться (прост.);

    τρώειονται σαν τα σκυλιά — они грызутся как собаки;

    5) изнашиваться, истрёпываться;

    § τρώειεται με τα ρούχα του — он вечно брюзжит;

    μήτε ωμός τρώειεται, μήτε ψημένος — с ним каши не сваришь;

    δεν τρώειονται όλα όσα πέτονται — погов, не всё то золото, что блестит

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρώει

См. также в других словарях:

  • σαλία — σαλίᾱ , σαλία conical hat with broad brim fem nom/voc/acc dual σαλίᾱ , σαλία conical hat with broad brim fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλίᾳ — σαλίᾱͅ , σαλία conical hat with broad brim fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλία — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «πλέγμα καλάθῳ ὅμοιον, ὃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φοροῡσιν αἱ Λάκαιναι, oἱ δὲ θολία». (II) ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. τηλία. (III) ἡ, Μ [σαλός] μωρία …   Dictionary of Greek

  • σαλίαν — σαλίᾱν , σαλία conical hat with broad brim fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλιο — Το προϊόν της έκκρισης των σιαλογόνων αδένων, που χύνεται στο στόμα. Διακρίνεται σε τρία είδη, το παρωτιδικό, χωρίς βλέννα, το υπογνάθιο, που περιέχει λίγη βλέννα και το υπογλώσσιο, που είναι πλούσιο σε βλέννα. Τα τρία αυτά είδη ανακατεύονται στη …   Dictionary of Greek

  • Giannis Aggelakas — au festival Schoolwave 2007 Pays d’origine …   Wikipédia en Français

  • αιμωδιώ — ( άω) (Α αἱμωδιῶ) νεοελλ. αισθάνομαι παροδική νάρκη σε κάποιο μέλος τού σώματός μου, μουδιάζω, μυρμηγκιάζω αρχ. 1. μουδιάζει το στόμα μου, ιδίως τα ούλα, από ερεθισμό που προξένησε η λήψη ξινής τροφής 2. τρέχουν τα σάλια μου 3. κάνω τα δόντια να… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοσαλιάζω — και ίζω 1. ησυχάζω, ανακουφίζομαι 2. μού τρέχουν τα σάλια από τον πόθο, επιθυμώ πολύ 3. ερωτοτροπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο * + σαλιάζω «εκκρίνω σάλιο»] …   Dictionary of Greek

  • κατασιελίζω — (Α) γεμίζω με σάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σιελίζω «βγάζω σάλιο»] …   Dictionary of Greek

  • μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… …   Dictionary of Greek

  • σαλιάρα — Η πιο συνηθισμένη από τις κοινές ονομασίες τελεόστεων ψαριών του γένους βλέννιος της οικογένειας των Βλενιιδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη μικρών ψαριών που ζουν στις ακτές, από τις αρκτικές και ανταρκτικές περιοχές ως τις τροπικές. Το σώμα τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»